-
1 ἀΐδρυτος
A unsettled, unstable, δρόμοι ἀν. E.IT 971; χρόνοι irregular, Ruf.Interrog. 12; ἄοικοι καὶ ἀν. Plu.TG 9; νῆσος ἀν. floating, D.H.1.15; τὸ ἀν. τῆς γνώμης, τῆς οὐσίας, Ph.2.112, Dam.Pr. 413.II with no fixed abode,Τίμων ἦν ἀ. τις Ar. Lys. 809
(lyr.); ἄσπειστος, ἀν. D.25.52;οἰκοῠσιν φεύγοντες, ἀ. κακὸν ἄλλοις Cratin.209
(expl. byὃ οὺκ ἄν τις αὑτῷ ἱδρύσαιτο EM42.10
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐδρυτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский